- ὑποδεδιώς
- ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώςmasc acc pl (attic epic ionic)ὑποδεδιώ̆ς , ὑποδεδιώςmasc nom sg (attic epic ionic)ὑποδείδωshrink in fear underperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδεδιώς — ὁ, Α κωμική ονομασία πουλιού στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεδιώς «φοβισμένος»] … Dictionary of Greek